γλωσσίτσα

γλωσσίτσα
η
1. μικρή γλώσσα
2. ο γλωσσάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλωσσίτσα — η 1. μικρή γλώσσα: Το κουτάβι με έγλειφε με τη γλωσσίτσα του. 2. μτφ., γυναίκα κακόβουλη και κουτσομπόλα: Είναι μια γλωσσίτσα αυτή! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”